- ουρικός
- η , ό[ν] мочевой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ουρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ούρα («ουρικό απόστημα») 2. φρ. α) «ουρικό οξύ» (βιοχ.) οργανική ένωση που αποτελεί το τελικό προϊόν τού καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα περισσότερα ερπετά και στα πτηνά και αποβάλλεται με πυκνά ούρα, ενώ… … Dictionary of Greek
ουρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ούρα: Oυρικό οξύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
κυανουρικός — ή, ό φρ. χημ. «κυανουρικό οξύ» κυκλική αρωματική οργανική ένωση, γνωστή και ως τρικαρβιμίδιο και τρικυανικό οξύ, που είναι άοσμο λευκό κρυσταλλικό στερεό και χρησιμοποιείται ως ζιζανιοκτόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyanuric <… … Dictionary of Greek
τόφος — και τόφφος, ο, ΝΑ πορώδες και εύθρυπτο πέτρωμα νεοελλ. ιατρ. οζοειδές σύγκριμμα ουρικών αλάτων, εκδήλωση υπερφορτώσεως τών ιστών με ουρικό οξύ στους πάσχοντες από ουρική αρθρίτιδα («ουρικός τόφος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tofus «είδος λίθου») … Dictionary of Greek
υπερουρικαιμία — η, Ν ιατρ. η αύξηση τής ποσότητας τού ουρικού οξέος και τών ουρικών ενώσεων στο αίμα άνω τών 7 χιλιοστών τού γραμμαρίου %. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperuricemia < υπερ * + ουρικός + αιμία (< αἷμα)] … Dictionary of Greek